Βόρνεο

Βόρνεο
η см. Μπόρνεο, Καλιμαντάν

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Βόρνεο" в других словарях:

  • Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Ινδίες — Γεωγραφικός όρος, σπάνια χρησιμοποιούμενος πλέον, ο οποίος υποδηλώνει δύο μεγάλες περιοχές, πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: μία στη νοτιοανατολική Ασία, που ονομάζεται Ανατολικές Ινδίες, και μία στην Κεντρική Αμερική, που ονομάζεται Δυτικές… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… …   Dictionary of Greek

  • Σούνδης, Νησιά της- — (Ντάνγκαλαν Σούντα, ινδονησιακά, Soenda Ellanden ολλανδικά). Νησιά των Νησιωτικών Ινδιών που, βρίσκονται μεταξύ Ινδικού ωκεανού στα Δ και στα Ν, Νότιας Κινεζικής θάλασσας στα Β, θάλασσας Aραφούρα στα ΝΑ και θαλλασσών Σούλου, Κελέβης, Μολούκων και …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… …   Dictionary of Greek

  • νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… …   Dictionary of Greek

  • παλάκιο — (palaquium). Πρόκειται για το δέντρο που παράγει τη γουταπέρκα. Έχει ύψος περίπου 25 μ. με φύλλα απλά, δερματώδη, σκεπασμένα με χνούδι. Το γένος αριθμεί 60 είδη, που φυτρώνουν στα παρθένα, θερμά και υγρά δάση της χερσονήσου της Μαλαισίας, της… …   Dictionary of Greek

  • ρυγχοπίθηκος — (nasalis). Γένος στενόρρινων πιθήκων στο οποίο ανήκα μόνο το είδος ρ. o μορμωτός. Το χρώμα του πιθήκου αυτού είναι καστανοκόκκινο ή κιτρινοκόκκινο. Έχει μήκος 70 εκ. και η μύτη του έχει σχήμα προβοσκίδας. Ζει ομαδικά μέσα στα δάση του Βόρνεο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»